Θαλάσσιος Θησαυρός

Συγγραφέας παραμυθιού

Αυτήν την φορά ήξερε τι να περιμένει ο Μπούλης ο ιπποκαμπούλης. Ήξερε ότι η κοιλιά του δεν μεγάλωσε τόσο πολύ από τα φύκια που με τόση όρεξη καταβρόχθιζε… Αλλά επειδή περίμενε για δεύτερη φορά τα ιπποκαμπάκια του. Σύντομα η κοιλιά του θα άνοιγε και τσουπ θα πετάγονταν έξω πολλά αλογάκια της θάλασσας να τρέχουν χαρούμενα γύρω του.

Εκεί, λοιπόν, που καθόταν ήσυχα ήσυχα και έβλεπε τα νερά στην επιφάνεια της θάλασσας με τους διαρκώς διαφορετικούς σχηματισμούς, φανταστείτε κάτι σαν τα δικά μας τα σύννεφα στον ουρανό, άκουσε τρεις γνωστές φωνές να πλησιάζουν. Ήταν οι παιδικοί του φίλοι. Ο Ιππόλυτος, που όλοι τον φώναζαν ξυπόλυτο γιατί η ουρά του ήταν σχεδόν διάφανη στην άκρη και πολλές φορές ούτε καν φαινόταν. Η Αγκάθα, ένας τρυφερός αχινός που όλο ζητούσε αγκαλιές αλλά ελάχιστοι τολμούσαν να της την προσφέρουν. Και ο Φίλιππος, ο χρυσός αστερίας.

«Γεια σας παιδιά» τους είπε μόλις φάνηκαν στο άνοιγμα της ευρύχωρης φωλιάς του.

«Γεια σου Μπούλη» χαιρέτησαν με μια φωνή.

«Μπούλη», τον πείραξε η Αγκάθα, «μάλλον θα αρχίσω να σε λέω στρουμπούλη» και χαχάνισαν μέχρι και οι άκρες των αγκαθιών της.

«Ε λίγο έμεινε ακόμα και μετά ποιος με πιάνει» απάντησε ο Μπούλης. Ήξερε καλά τι πειραχτήρι είναι η Αγκάθα. «Αλήθεια, πως από εδώ και οι τρεις μαζί;» ρώτησε.

«Έχουμε νέα!» του χαμογέλασε αινιγματικά ο Ιππόλυτος.

«Και τι νέα…» πρόσθεσε ο Φίλιππος, κουνώντας και τα πέντε πόδια του με ενθουσιασμό.

«ε λοιπόν;» ρώτησε με αγωνία ο Μπούλης.

«Πρώτα απ’ όλα να μας πεις αν μπορείς να έρθεις για μία… τρελή αναζήτηση. Ξέρεις, λόγω… της κατάστασής σου» ρώτησε με ενδιαφέρον ο Ιππόλυτος, ο ξυπόλυτος.

«Φυσικά και μπορώ, πού θα πάμε; Τι τρελή αναζήτηση έχουμε;» απάντησε ο Μπούλης. «Άντε πείτε μου! Με σκάσατε, θα γεννήσω πριν της ώρας μου!».

«Να βρούμε έναν ΘΗΣΑΥΡΟ!!» έσκασε σαν κομήτη το νέο η Αγκάθα. «Σε μέρη που ούτε φαντάζεσαι!» συνέχισε απτόητη.

«Μμμμ πού θα πάμε δηλαδή;» αναρωτήθηκε ο Μπούλης.

«Να σου πω… ούτε και εμείς ξέρουμε ακόμα. Και ούτε και μπορούμε να φανταστούμε» απάντησε ο Φίλιππος.

«Πλάκα μου κάνετε;, Τι εννοείτε;» αγανάκτησε ο Μπούλης.

«Να, βρήκαμε αυτό εδώ!» του είπε ο Ιππόλυτος, εμφανίζοντας ένα κομμάτι δέρμα, πολύχρωμα ζωγραφισμένο και με κάτι γράμματα και αριθμούς πάνω.

«Και τι είναι αυτό;» ξαναρώτησε ο Μπούλης.

«Είναι χάρτης θησαυρού φυσικά» απάντησε η Αγκάθα, ανασηκώνοντας τα αγκάθια της. «Και σίγουρα σπουδαίου θησαυρού, γιατί τον βρήκαμε μέσα σε ένα πειρατικό ναυάγιο, λίγο έξω από τον κόλπο μας».

«ΟΥΑΟΥ! Πότε φεύγουμε;» ενθουσιάστηκε ο Μπούλης.

«Τώρα»! απάντησαν και οι τέσσερις μαζί. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η αναζήτηση.

«Από που ξεκινάμε;»

«Από την αρχή φυσικά!» απάντησε η Αγκάθα.

«Και ποια είναι η αρχή δηλαδή;» ξανάπε ο Μπούλης.

«Μμμμ δεν ξέρω σίγουρα…» αμφέβαλε η Αγκάθα.

«Μήπως να λύναμε πρώτα τον γρίφο του χάρτη;» τους προέτρεψε ο Ιππόλυτος. «Δείχνει σαν να έχει βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε. Ακούστε :

ΣΑΝ ΠΑΣ ΑΠ΄ΤΗΝ ΑΚΤΗ 20 ΟΡΓΙΕΣ ΑΠ΄ΤΗΝ ΑΥΓΗ,
ΘΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΒΡΑΧΟ ΤΟΝ ΨΗΛΟ, ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΡΟ ΤΟ ΦΩΤΕΙΝΟ.
30 ΑΝΑΣΕΣ ΑΠΟ ΚΕΙ ΑΝΟΙΞΕ ΣΚΟΥΡΟ ΜΠΛΕ ΠΑΝΙ ΚΑΙ ΒΟΥΤΑ ΣΑΝ ΤΟΝ ΑΧΙΝΟ,
ΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ. ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΛΕΥΚΟ ΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΟ ΜΕΣ ΣΤΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ ΤΟ ΚΛΕΙΣΤΟ.

«Ωραίααααα. Μιλάει ξεκάθαρα για θησαυρό αλλά πώς θα τον βρούμε;» αναστέναξε ο Μπούλης.

«Νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από την ακτή» απάντησε ο Φίλιππος.

«Ναι αλλά από ποιο σημείο της ακτής;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Αγκάθα.

«Ίσως το κλειδί της λύσης είναι η αυγή» είπε ήρεμα ο Ιππόλυτος.

«Μα φυσικά» ενθουσιάστηκε ο Μπούλης « από την αυγή δηλαδή από την ανατολή του ήλιου. Οπότε το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να πάμε στο ανατολικότερο σημείο της ακτής, να βρούμε τον πιο ψηλό βράχο και να διασχίσουμε από εκεί 20 οργιές. Αλλά τι εννοεί το σήμαντρο το φωτεινό;»

«Πάμε εκεί και βλέπουμε» αποφάσισε η Αγκάθα. Άλλωστε από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε και κάτι μου λέει ότι έχετε δίκιο». Και ξεκίνησαν…

Φτάνοντας στην ανατολική πλευρά του κόλπου βγήκαν προς την ακτή. «Εδώ είμαστε!» αναφώνησε ο Μπούλης. «Κοιτάξτε! Να και ο ψηλός βράχος! Δεν βλέπω κανέναν πιο ψηλό γύρω του.»

«Οπότε από εδώ πρέπει να μετρήσουμε 20 οργιές πηγαίνοντας απ’ την ακτή» συμπλήρωσε η Αγκάθα.

«Και πώς μετράμε τις οργιές;» ρώτησε ο Φίλιππος.

«Εγώ ξέρω» απάντησε ο Μπούλης «κάθε οργιά είναι έξι πόδια, ανθρώπινα».

«Και πώς μετράμε τα πόδια δηλαδή;» ξαναρώτησε ο Φίλιππος. «όχι. Ρωτάω γιατί έχω δει ανθρώπους με μικρά πόδια και άλλους με μεγάλα. Τις πατούσες εννοείτε επίσης ή όλο το πόδι;»

«ε αυτό είναι εύκολο» μίλησε ο Ιππόλυτος, ο ξυπόλυτος «το μάθαμε στο σχολείο. Ένα πόδι είναι περίπου τριάντα εκατοστά, σαν τον παππού μου δηλαδή τον Ξάνθιππο. Οπότε εμείς ξεκινώντας από εδώ πρέπει να πάμε 3.600 εκατοστά από την ακτή».

«Σαν να βάζουμε δηλαδή 3600 φορές τον παππού Ξάνθιππο στην σειρά» χαχάνισε η Αγκάθα καθώς κολυμπούσαν κατά μήκος της ακτής και μετρούσαν. «Πάντως παιδιά μου αρέσει πολύ που έχω τόσο έξυπνους φίλους» συμπλήρωσε η Αγκάθα αστράφτοντας από περηφάνεια. .

«Ωχ να δείτε αυτό θα μας πάρει πολύ» αγανάκτησε ο Φίλιππος.

«Παιδιά, νομίζω ότι βρήκα το σήμαντρο το φωτεινό!» αναφώνησε ξαφνικά ο Μπούλης μετά από πολλά πολλά εκατοστά δρόμο.

Όλοι μαζί γύρισαν και τον κοίταξαν «ποιο είναι;» ρώτησαν με μία φωνή.

«Η κορυφή του βράχου» απάντησε ο Μπούλης. «Είναι η πρώτη που φωτίζεται όταν βγαίνει ο ήλιος το πρωί και παλιότερα άναβαν μία λάμπα εκεί ψηλά για να φωτίζει και να προστατεύει τα πλοία να μην πέσουν στα βράχια που υπάρχουν γύρω. Γι’ αυτό να δείτε την γράφει ο χάρτης σήμαντρο, επειδή σαν την καμπάνα ειδοποιούσε αλλά με φως».

«Οπότε είμαστε στο σωστό σημείο» επιβεβαίωσε ο Ιππόλυτος.

«Τώρα μας μένει να βρούμε την συνέχεια του γρίφου» αναστέναξε η Αγκάθα. «ΤΡΙΑΝΤΑ ΒΟΥΤΙΕΣ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΑΝΟΙΞΕ ΣΚΟΥΡΟ ΜΠΛΕ ΠΑΝΙ. Μμμμ κάτι μου λέει ότι πρέπει να πάμε μέσα από την θάλασσα, υποβρύχια.»

«Ναι έτσι πιστεύω και εγώ» συμφώνησε ο Μπούλης. «Ε τι περιμένουμε; Ο τελευταίος είναι σάπια μπότα…» και βούτηξαν με όση δύναμη μπορούσαν και γελώντας συνεχώς.

Πέρασαν από κοπάδια ψαριών μικρά και μεγαλύτερα. Από φύκια που έφταναν μέχρι την επιφάνεια της θάλασσας και από τους βράχους όπου ζούσαν τα χταπόδια, τα οποία σαν να ενοχλήθηκαν λιγάκι με τα ξεφωνητά των φίλων μας. Μέχρι που έφτασαν σε μία αμμούδα καταμεσής της θάλασσας. Εδώ ούτε φύκια φύτρωναν, ούτε βράχια, ούτε καν χαλικάκια.

«Κάπου εδώ πρέπει να είμαστε» αναφώνησε ο Ιππόλυτος, ο ξυπόλυτος λαχανιασμένος από την τρελή κούρσα.

«Πόσο όμορφα είναι!» θαύμασε η Αγκάθα. «Και ακούστε! Δεν ακούγεται τίποτα! Ούτε καν τα κύματα στην επιφάνεια. Ωωωω μου αρέσει τόσο εδώ! Σαν να φτιάχτηκε για μένα.»

«Ξέρεις Αγκάθα ίσως και να φτιάχτηκε» μονολόγησε ο Μπούλης. Πιστεύω ότι αυτό είναι το μέρος που μας έδειχνε ο γρίφος και μάλλον πρέπει να βουτήξουμε τώρα σαν εσένα αν θέλουμε να συνεχίσουμε. Θυμάστε; Και βούτα σαν τον αχινό, μια τρύπα στον ωκεανό». «Α όλα κι όλα για την τρύπα στη μέση της αμμούδας λέτε;» τρόμαξε ο Φίλιππος «δεν νομίζω ότι θέλετε να μπούμε εκεί! Εκεί ζει μια σμέρνα, πολύ επικίνδυνη και με κοφτερά δόντια».

«Ναι η Λία» συμφώνησε η Αγκάθα. « Έχω ακούσει πολλές ιστορίες από τότε που ήμουν μικρό αχινάκι. Κυκλοφορούν τοοοοόσα πολλά για τα τεράααααστια δόντια της, για το μεγάαααααλο στόμα της. Τόσα και τόσα έχουν ειπωθεί για εκείνη και όλα τρομακτικότατα! Κανένας από εμάς εδώ και πολλά χρόνια ούτε που τολμάει να πατήσει από τα λημέρια της. Αλλά ξέρετε κάτι; Είναι όλα μύθος. Είναι εντελώς ακίνδυνη. Να μην σας πω και αστεία! Την γνώρισα πριν λίγα χρόνια περνώντας κατά λάθος από εδώ και από τότε γίναμε φίλες. Περιμένετε να δείτε! Λίαααααα! Λία είσαι εδώ; Εγώ είμαι, η Αγκάθα!.»

«Αγκάθα!» Ακούστηκε μια συριστική φωνή. «Πως από εδώ; Καιρό έχω να σε δω.» και μετά την φωνή εμφανίστηκε η τρομακτική μορφή της σμέρνας. Βέβαια τα δύο μπροστινά τεράστια δόντια της έδειχναν να χαμογελούν.

«Να, είμαι εδώ με τους φίλους μου και ψάχνουμε μία τρύπα στον ωκεανό» απάντησε με ευχαρίστηση η Αγκάθα.

«Τρύπα στον ωκεανό; Εδώ; Μάλλον την φωλιά μου εννοείτε. Φτάνει μέχρι πολύ βαθιά αλλά ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να την εξερευνήσω εντελώς.» απάντησε η Λία η σμέρνα. « Θέλετε να περάσετε;» ρώτησε και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και τα δόντια της γυάλισαν. Ο Φίλιππος ανατρίχιασε.

«Ναι αν δεν σε πειράζει» δήλωσε η Αγκάθα με σιγουριά και οι τρεις φίλοι της την κοίταξαν με αμφιβολία.

«Περάσσσσστε» σύριξε πάλι η Λία και αυτήν την φορά ανατρίχιασαν όλοι. Χώθηκαν γρήγορα και με προσοχή όλοι, κοιτάζοντας πίσω τους.

«Μην φοβάστε» ξαναείπε η Αγκάθα. «Σας είπα, είναι εντελώς άκακη. Ελάτε, ακολουθήστε με».

Και άρχισαν να κολυμπούν μέσα στην τρύπα. Μέχρι που τσαφ πετάχτηκε κάτι μπροστά τους .

«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!» τσιρίξαν όλοι μαζί… ήταν ένας μικρός μπακαλιάρος τελικά.

«Σίγουρα πηγαίνουμε καλά;» αναρωτήθηκε ο Μπούλης.

«Γιατί ρωτάς;» απάντησε ο Ιππόλυτος «έτσι πιστεύω!».

«Απλά αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να βρούμε ένα ακρογιάλι κρυφό εδώ μέσα…» δεν πρόλαβε να τελειώνει τα λόγια του ο Μπούλης και η διαδρομή μέσα στην τρύπα άρχισε να ανηφορίζει. Μέχρι που φάνηκε ένα αμυδρό φως.

«Ουαου!» είπαν και οι τέσσερις μαζί με μια φωνή.

Η τρύπα κατέληγε σε ένα αμυδρά φωτισμένο άνοιγμα. Σε μία σπηλιά, ευρύχωρη και με μικρό φεγγίτη στην κορυφή. Τα νερά της θάλασσας εισχωρούσαν σε όλο το πλάτος και το μήκος της σπηλιάς. Το ακρογιάλι το κλειστό.

«ΑΑΑΑΑ!» φώναξε η Αγκάθα τρομαγμένη. «Τι είναι αυτό που γυαλίζει στα τοιχώματα;»

«Ακόμα δεν κατάλαβες;» απάντησε ο Ιππόλυτος συνεπαρμένος και μην μπορώντας να πάρει τα μάτια του από εκεί. «Είναι αγάλματα! Μάλλον από μάρμαρο, για να είναι τόσο εκτυφλωτικά λευκά. Και κοιτάξτε τα μάτια τους πως γυαλίζουν! Μάλλον έχουν πολύτιμους λίθους τοποθετημένους...»

«Και κοσμήματα!» πρόσθεσε ο Μπούλης ακινητοποιημένος σαν μαγεμένος από το θέαμα.

Θαλάσσιος Θησαυρός
Της Εμμανουέλας Κακαβιά από το βιβλίο "Έξω από τα νερά μου", εκδόσεις Οσελότος.

«Δηλαδή, εμείς τώρα βρήκαμε….θέλω να πω δηλαδή…εεε βρήκαμε τον θησαυρό;» ψέλλισε ο Φίλιππος.

«Έτσι φαίνεται!» ψιθύρισε ο Μπούλης με κομμένη ανάσα.

«Μα τι υπέροχα αγάλματα! Σαν αληθινά είναι…λες και σε κοιτάνε και είναι έτοιμα να περπατήσουν…» θαύμασε η Αγκάθα. «Και τώρα; Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε γεμάτη ανυπομονησία.

«Νομίζω ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να φέρουμε όλον αυτόν τον θησαυρό στο φως, φαίνεται πολύ παλιός και θα ήταν ωραίο να μπορούν να τον θαυμάζουν όλοι» απάντησε ο Μπούλης με σιγουριά.

«Ναι πραγματικά έτσι πρέπει να γίνει, αλλά πως;» συμφώνησε ο Φίλιππος και πρόσθεσε «λέτε να τον έβαλαν εδώ οι πειρατές;»

«Έτσι φαίνεται, τα έκρυψαν εδώ για να τα πάρουν κάποια άλλη στιγμή και έκαναν τον χάρτη για να μην χάσουν την τοποθεσία» είπε ο Ιππόλυτος. «Νομίζω επίσης ότι ξέρω και πως μπορούμε να τα επιστρέψουμε όλα εκεί που πρέπει!»

«Πως;» αναρωτήθηκε ο Μπούλης.

«Λοιπόν…» συνέχισε την σκέψη του ο Ιππόλυτος, «ένα από τα μέρη που λατρεύω να γυρίζω γιατί έχει τα πιο νόστιμα φύκια είναι ένας μικρός κολπίσκος κοντά στην αποικία μας. Είναι προστατευμένος από βράχια και ανάμεσα φυτρώνουν οι αγαπημένες μου λιχουδιές. Εκεί, συνηθίζει να πηγαίνει για ψάρεμα τα απογεύματα ένας αρχαιολόγος. Τον έχω παρατηρήσει πολλές φορές που ρίχνει τα αγκίστρια του και μετά στρώνεται στο διάβασμα. Κάθεται μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Κάποιες φορές κιόλας βουτάει με μπουκάλα οξυγόνου. Νομίζω ότι ασχολείται με την ενάλια αρχαιολογία, δηλαδή με τα ευρήματα που βρίσκονται υποθαλάσσια.»

«Ουαου!» ξέφυγε της Αγκάθας ένα επιφώνημα θαυμασμού «ακούγεται καταπληκτικό, αλλά πως θα του το πούμε; Ξέρω Ιππόλυτε ότι είσαι καταπληκτικός και γνωρίζεις πολλά πράγματα αλλά δεν πιστεύω να γνωρίζεις και την γλώσσα των ανθρώπων. Έτσι δεν είναι;»

«Όχι βέβαια, όχι ακόμα τουλάχιστον» χαμογέλασε ο Ιππόλυτος.

«Ε μα τότε πως θα γίνει;» αναρωτήθηκε ο Μπούλης και πάλι.

«Είναι απλό» απάντησε ο Ιππόλυτος συνωμοτικά, «όταν πάει για ψάρεμα την επόμενη φορά θα κάνει την μεγαλύτερη ψαριά της ζωής του. Αντί για ψάρια θα του βάλουμε στο αγκίστρι τον χάρτη με τον γρίφο.»

«Ωωωω τέλεια ιδέα! Μαζί να βάλουμε και ένα από τα κοσμήματα» αναφώνησε ο Μπούλης «θα πάμε όλοι μαζί και από αύριο κάθε απόγευμα θα είμαστε στον κολπίσκο.»

Λίγες μέρες αργότερα….

«Μπούλη, έλα τρέξε!» ακούστηκαν οι φωνές του Ιππόλυτου, της Αγκάθα και του Φίλιππου, καθώς πλησίαζαν στην φωλιά του Μπούλη. Απάντηση καμία…

«Μπούλη;» φώναξε πάλι η Αγκάθα βάζοντας το κεφάλι της μέσα στην φωλιά. Αυτό που είδε ήταν πανέμορφό, υπέροχο, καταπληκτικό. Μαζεύτηκαν δίπλα της και ο Ιππόλυτος με τον Φίλιππο και έμειναν όλοι να κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό. Πολλά μικρά και ζωηρά ιπποκαμπάκια έτρεχαν και έπαιζαν γύρω από τον Μπούλη, ενώ αυτός κοιμόταν.

«Γέννησε!» είπε συγκινημένος ο Ιππόλυτος. «Ναι, αχ και κοίτα τι γλυκούλικα που είναι…» συμπλήρωσε ο Φίλιππος.

«Λέτε να τον ξυπνήσουμε να του πούμε τα νέα ή να περιμένουμε;» ρώτησε η Αγκάθα. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή της και ο Μπούλης άνοιξε τα μάτια του. Φαινόταν ανανεωμένος και χαρούμενος.

«Να σας ζήσουν!» είπαν και οι τρεις με μια φωνή».

«Ευχαριστώ» απάντησε ο Μπούλης «πως από εδώ σήμερα όλοι μαζί;»

«Μπούλη, ήρθαν οι αρχαιολόγοι! Βρήκαν την σπηλιά από τον χάρτη που κρεμάσαμε στο αγκίστρι» είπε ενθουσιασμένος ο Φίλιππος.

«Λέμε να πάμε να δούμε τι κάνουν και ήρθαμε να σε φωνάξουμε να έρθεις μαζί» πρότεινε η Αγκάθα «μπορείς;»

«Φυσικά και μπορώ και θα έρθω!» απάντησε ο Μπούλης «και μάλιστα σήμερα θα μπορώ να κολυμπάω σαν αστραπή!».

«Πάμε τότε!» τους προέτρεψε ο Ιππόλυτος.

Πράγματι στον γνωστό πια δρόμο προς την σπηλιά ο Μπούλης κολυμπούσε πιο γρήγορα και ευέλικτα από τους άλλους.

«Ωχ! Ίσως τον προτιμούσα έγκυο» παραπονέθηκε η Αγκάθα λαχανιασμένη.

Κολύμπησαν στα γαλάζια νερά και ευχαριστιόταν τον ήλιο που έμπαινε στην θάλασσα και γέμιζε με χρώματα και φως. Μέχρι που άκουσαν φωνές.

«Και τώρα ήσυχα ήσυχα ας πάμε άκρη άκρη να δούμε τι κάνουν» συμβούλευσε ο Μπούλης.

Είδαν οχτώ άτομα με στολή δύτη να πιάνουν με σεβασμό τα αγάλματα, να τα τυλίγουν τρυφερά μέσα σε πανιά, να τα δένουν με σκοινιά και αυτά απαλά να σηκώνονται στον αέρα μέχρι πάνω, ψηλά στον φεγγίτη της σπηλιάς. Εκεί τα παραλάμβαναν δύο άλλοι που φρόντιζαν να λυθούν και να μεταφερθούν με ασφάλεια στην αποθήκη του μουσείου. Ολονών τα πρόσωπα έλαμπαν από χαρά!

«Πάει και αυτό…» είπε ο Μπούλης «τώρα που αποχαιρετήσαμε τον υπέροχο θησαυρό μας τι λέτε, πάμε για φαγητό; Θα σας κάνω το τραπέζι να γιορτάσουμε κιόλας το γεγονός ότι ξαναέγινα μπαμπάς.»

«ΠΑΜΕ!!» φώναξαν όλοι μαζί και κατευθύνθηκαν προς τον αγαπημένο τους κολπίσκο, τον προφυλαγμένο από βράχια, που έκρυβαν τα πιο νόστιμα φύκια.

Κείμενο: Μυρτώ Πετροπούλου

Εικόνα παραμυθιού: www.paidika-paramythia.gr

Η εικόνα στο μέσο του κειμένου είναι της εικονογράφου Εμμανουέλας Κακαβιά και ανήκει στο βιβλίο "Έξω από τα νερά μου", εκδόσεις Οσελότος.

Πληροφορίες
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 5 (9 ψήφοι)