Η ψευδή νύφη

Συγγραφέας παραμυθιού

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μέρος πολύ μακρυά από εδώ ήταν μια νέα και πολύ όμορφη κοπέλα, αλλά ήταν ψευδή και ντρεπόταν πολύ για αυτό και δεν μίλαγε όταν έβγαινε έξω.

Σε έναν από τους περιπάτους της την είδε ένας νιος και την ερωτεύτηκε. Μια και δυο, πήγε από την οικογένειά της για να την ζητήσει, μα ο πατέρας της προειδοποιησε τον νέο ότι η κόρη που ζητά είναι ψευδή. Ο νέος όμως την αγάπησε και δεν τον ένοιαζε και είπε ότι θέλει να την παντρευτεί. Ο γάμος έγινε με γλέντια και χαρές αλλά η νύφη λαλιά δεν έβγαλε. Ο νέος όμως ήθελε να ακούσει την φωνή της. Έκατσε ο νέος και σκέφτηκε να βρει τρόπους για να την κάνει να μιλήσει. Πήγε λοιπόν στην αγορά και πήρε ένα κομμάτι μάρμαρο και το τύλιξε σε μια κόλα χαρτί και το πάει στην νια.

-《Γυναίκα, έλα να δεις τι σου έφερα... Τυρί μόνο για σένα...》

Το πήρε η νια όλο χαρά και ετοιμάζεται να το σερβίρει αλλά τι να δει?! Αντί για τυρί ήταν ένα κομμάτι μαρμάρο. Δεν λέει τίποτα, το βάζει στην άκρη.

Την άλλη μέρα πάει ο νιος πάλι στην αγορά και μαζεύει από κάτω βιρβιλιες (κακά από κατσίκες) και τα βάζει σε ένα μαντίλι και παίρνει δρόμο για το σπίτι.

-《Γυναίκα, έλα να δεις τι σου έφερα... Ελιές μόνο για σένα...》

Το πήρε η νια όλο χαρά και ανοίγει το μαντίλι και βλέπει τις βιρβιλιές. Ξανακλείνει το μαντίλι και δεν βγάζει πάλι λαλιά.

Ο νέος όμως δεν το βάζει κάτω και πάει ξανά στην αγορά την επόμενη μέρα και παίρνει παπούτσια τρία νούμερα μικρότερα από αυτό που φόραγε η νια και πάει ολοχαρής πίσω στο σπίτι του.

-《Γυναίκα, έλα, έλα να δεις τι σου έφερα... Ολοκαίνουρια παπούτσια...》

Τα δοκιμάζει η νια αλλά ούτε να τα βάλει δεν μπορούσε και τα βάζει και αυτά στην άκρη.

Ο νέος όμως δεν μπορούσε να το βάλει κάτω, την αγαπούσε πολύ και ήθελε να ακούσει την φωνή της, δεν τον ένοιαζε αν ήταν ψευδή. Έκατσε και σκέφτηκε ένα τελευταίο κόλπο.

Μια μέρα σαν όλες τις άλλες πέφτει κάτω και κάνει τον πεθαμένο. Τρομάζει η νια και τον κουνάει, του ρίχνει νερό αλλά ο νιος τίποτα, καθόταν εκεί ακίνητος. Τρομάζει η νια και αρχίζει να μοιρολογεί.

-《Άντλα μου, άντλα μου, τι έπαθες!!! και ήτουνα τόσο καλός.... Τι να πλωτοθυμιθώ, το τυλί το μάμαλο, τι ελιέ τι κουτουλιε ή τα παπουτια τα τενά...》

Τινάζεται ο νιος και την παίρνει αγκαλιά και την γεμίζει με φιλιά και της λέει ότι την αγαπάει και ήθελε μόνο να ακούσει την γλυκιά της την φωνή. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...

- ΤΕΛΟΣ -

Κείμενο: Όλγα Μυλωνά - Πρόκειται για παραδοσιακό παραμύθι, μου το έλεγε η γιαγιά μου με καταγωγή απο την Κατερίνη.

Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια

Πληροφορίες
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)

Ετικέτες

Δώσε αστέρια
Average: 4.5 (10 ψήφοι)