Μ’ αγαπάς ακόμα;

Συγγραφέας παραμυθιού

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα καταπράσινο δάσος με πυκνή βλάστηση και πολλά ζωάκια, ζούσε η Έλλη, η μικρή κοκκινωπή αλεπού που έτρεχε όλη μέρα και κρυβόταν στα χορτάρια, ψάχνοντας έναν καλό φίλο για να παίξει.

Η Έλλη δεν είχε αδέρφια και ζούσε μαζί με την γιαγιά της, την γριά Πονηρή. Οι γονείς της έφυγαν όταν ήταν ακόμα μωράκι, ένα ήσυχο βράδυ με πανσέληνο, για να βρουν φαγητό στην πόλη, μα από τότε δεν φάνηκαν ποτέ ξανά. Η Έλλη συχνά πυκνά ρωτούσε τη γιαγιά της για αυτούς και εκείνη της εξηγούσε πως κάθε χρόνο, όταν πυκνές και πελώριες φλόγες κατακλύζουν τα δάση, πολλές γενναίες αλεπούδες τρέχουν στην πόλη να σωθούν και να γυρίσουν πίσω με φαγητό για όλους. Άλλες γυρνούν κι άλλες χάνονται για πάντα.

Μία φορά πήρε κι η Έλλη τούτη την απόφαση, να τρέξει μακριά, να χαθεί στο άγνωστο, να δει τον κόσμο, να γυρίσει ολόκληρη τη γη...Μα όταν ξεκίνησε να τρέχει θυμήθηκε πως αν φύγει από το σπίτι της και τρέξει μακριά, ίσως να συναντούσε εκείνο που φοβόταν πιο πολύ. Τον άνθρωπο. Έτσι, της πέρασε γρήγορα εκείνη η ιδέα από το μυαλό και γύρισε στη φωλιά της.

Καθημερινά η Έλλη έκοβε βόλτες στα απόμερα στενάκια του δάσους έτσι ώστε να βρει τον καλύτερο μεζέ και να τον μοιραστεί με τη γιαγιά της. Η γριά Πονηρή είχε μεγαλώσει πολύ πια και δεν κατάφερνε να βγει έξω για κυνήγι. Έτσι, είχε φροντίσει από νωρίς να μάθει στην εγγονή της να είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη και να μπορεί να επιβιώσει σε κάθε δυσκολία. Η μικρή αλεπού πάντοτε με την εξυπνάδα της και τα γρήγορα πόδια της, έβρισκε σε πολύ λίγο χρόνο το φαγητό της και κατάφερνε να αποφύγει τους εχθρούς που παρουσιάζονταν στον δρόμο της. Πηδούσε στον αέρα, έτρεχε σαν τον άνεμο, είχε πραγματικά το χάρισμα, όπως έλεγε η μαμά της όταν γεννήθηκε.

Η Έλλη όμως αισθανόταν μια απέραντη μοναξιά. Οι υπόλοιπες αλεπούδες του δάσους ήταν πολύ μεγαλύτερες της και καμιά τους δεν της έδινε σημασία. Έψαχνε συνεχώς έναν νέο φίλο, κάποιον να της κάνει παρέα και να παίζουν μαζί. Αυτό, όμως, ήταν σχεδόν ακατόρθωτο. Όλα τα μικρά ζωάκια του δάσους την φοβούνταν κι όταν την αντίκριζαν έτρεχαν μακριά να σωθούν. Έτσι, λοιπόν, μία μέρα, η Έλλη αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Μάζεψε όλα τα ζώα του δάσους γύρω από ένα πανύψηλο πεύκο με καταπράσινα φύλλα και στάθηκε σε ένα κλαδί για να την ακούν όλοι με προσοχή.

“Λοιπόν, φίλοι μου! Σας κάλεσα όλους σήμερα εδώ για να σας προσκαλέσω στο πάρτι που κάνω απόψε για τα γενέθλιά μου! Είστε όλοι ευπρόσδεκτοι για να περάσουμε υπέροχα!” είπε και κατέβηκε από το κλαδί.

Θεωρώντας πως το σχέδιο της έχει πετύχει και πως από σήμερα θα βρει φίλους για μια ολόκληρη ζωή, γύρισε στην φωλιά της και με την βοήθεια της γιαγιάς της άρχιζαν να ετοιμάζουν τα πράγματα για τη γιορτή. Όταν τελείωσαν, αγκάλιασαν σφιχτά η μία την άλλη και περίμεναν με ανυπομονησία τους καλεσμένους. Η ώρα περνούσε και κανένας δεν είχε φανεί ακόμη.

“Θα έρθουν, Έλλη. Μη στεναχωριέσαι.” ψέλλισε η γιαγιά της και της χαμογέλασε.

Όμως, είχε σχεδόν νυχτώσει και κανένας καλεσμένος δεν είχε εμφανιστεί.

“Το πήρα απόφαση, γιαγιά. Δε θα έρθει κανείς στα γενέθλια μου.” είπε βουρκώνοντας η Έλλη μα πριν προλάβει να τελειώσει την φράση της ένιωσε ένα άγγιγμα στην πλούσια και φουντωτή ουρά της.

“Χρόνια πολλά, Έλλη! Συγγνώμη που άργησα, ήταν μπροστά μου η Κασσάνδρα, η χελώνα και δεν με άφηνε με τίποτα να την προσπεράσω.”

Ήταν η φωνή του Ηρακλή, του νεαρού κούνελου που είχε ξεφύγει αμέτρητες φορές από την Έλλη χάρις στα γρήγορα πόδια του και το εντυπωσιακό του σάλτο.

“Ευχαριστώ. Δεν περίμενα να έρθεις.” είπε η Έλλη και πήγε να τον πάρει μια σφιχτή αγκαλιά.

“Είπα να έρθω να μιλήσουμε γιατί νομίζω πως δεν με συμπαθείς. Όλο εμένα κυνηγάς στο δάσος, δεν με έχεις αφήσει σε ησυχία. Είμαι ένα μικρό και αθώο κουνελάκι, με λευκή γουνίτσα και μεγάλα αυτάκια. Είμαι μια γλύκα! Δες με. Γιατί με βασανίζεις;”

Η Έλλη έβαλε τα γέλια.

Η Έλλη έβαλε τα γέλια

“Τεράστια αυτάκια, θες να πεις!” είπε γελώντας κι ο Ηρακλής σήκωσε ψηλά τα αυτιά του με καμάρι.

“Να παίξουμε θέλω, Ηρακλή, δεν θέλω να με φοβάσαι.” του είπε κι εκείνος από την χαρά του άρχισε να χοροπηδάει.

Ξαφνικά, βγήκε από τη φωλιά η γριά Πονηρή και άρχισε να τους φωνάζει.

“Τρέξτε γρήγορα, παιδιά μου! Μυρίζομαι φωτιά.”

Πράγματι. Το δάσος τους πάλι πνιγόταν στις φλόγες. Η Έλλη θυμήθηκε τους γονείς της κι άρχισε γρήγορα να τρέχει για να βγει στην πόλη. Ο Ηρακλής την ακολουθούσε λαχανιασμένος. Ξαφνικά, η Έλλη είδε μια φιγούρα να στέκεται μπροστά της.

“Ωχ, όχι! Άνθρωπος!” φώναξε δυνατά κι άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση.

“Έλλη! Πού πας; Θα μας σώσουν!” φώναξε ο Ηρακλής μα ήταν ήδη αργά. Η Έλλη είχε ήδη χαθεί.

Μια γυναίκα είδε τον μικρό κατάλευκο λαγό με τα πεταχτά αυτιά και τον πήρε στην αγκαλιά της.

“Έλα, γλυκέ μου..έλα να σωθείς.” του ψιθύρισε και τον έβαλε στο αμάξι της.

Από εκείνη τη μέρα, ο Ηρακλής ζούσε σε ένα όμορφο σπιτάκι, στην αυλή εκείνης της γυναίκας που τον έσωσε, της Κατερίνας, που είχε μια μικρή φάρμα λίγο έξω από την πόλη. Καθημερινά σκεπτόταν την Έλλη, ήθελε να μάθει αν είναι κι εκείνη καλά κι αν βρέθηκε κάποιος να την σώσει. Μάταια, όμως. Δεν είχε νέα της.

Ένα βράδυ, ένα ξεχωριστό βράδυ με γεμάτο και φωτεινό φεγγάρι, ο Ηρακλής κοιμόταν γαλήνια στο γρασίδι μέχρι που ένιωσε κάτι να τον ενοχλεί. Άνοιξε τα μάτια του και άρχισε να φωνάζει σαν τρελός.

“Αλεπού! Βοήθεια! Αλεπού!

“Ηρακλή;” η αλεπού τον γνώρισε

“Έλλη; Εσύ είσαι; Είσαι καλά; Μη με φας!” μπέρδεψε τα λόγια του και δεν ήξερε τι έλεγε

“Ηρέμησε, καλέ μου. Δεν κατάλαβα ότι ήσουν εσύ. Πόσο χαίρομαι που βλέπω ότι είσαι καλά και σώθηκες.”

“Κι εγώ το ίδιο για σένα. Πώς είναι το δάσος μας;” ρώτησε

“Το δάσος μας χάθηκε. Εγώ πια ζω στα χωράφια της πόλης και ψάχνω όλη μέρα να βρω κάτι να φάω, να επιβιώσω.” του είπε

“Με άφησες, Έλλη. Εκείνη τη μέρα της φωτιάς με άφησες και έτρεξες να σωθείς.” παραπονέθηκε

“Φοβήθηκα. Τρόμαξα τόσο πολύ. Είδα ανθρώπους, είδα αυτοκίνητα, άκουγα σειρήνες. Σου ζητώ συγγνώμη.”

“Μου έλειψες πολύ, Έλλη. Μου έλειψε να με κυνηγάς στο δάσος μας και να τρέχω σαν τρελός για να ξεφύγω. Σε σκεφτόμουν κάθε μέρα.”

“Κι εγώ το ίδιο. Συγγνώμη που σε άφησα. Ήθελα να σωθείς. Μ’ αγαπάς ακόμα;” τον ρώτησε η Έλλη με σκυμμένο το κεφάλι

“Και βέβαια! Είσαι η καλύτερη μου φίλη!” της είπε εκείνος και τέντωσε τα πελώρια αυτιά του ψηλά.

Η Έλλη έφτιαξε τη φωλιά της στο χωράφι δίπλα από την φάρμα της Κατερίνας και επισκεπτόταν συχνά τον Ηρακλή, κλέβοντάς του συχνά πυκνά λίγο από το φαγητό. Έμειναν αγαπημένοι για πολλά χρόνια, πέρασαν όμορφα και δύσκολα, μα αγαπούν ο ένας τον άλλο τόσο δυνατά... ακόμα...

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Κάτια Σταύρου
Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια

Πληροφορίες
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.9 (21 ψήφοι)