Η ψευδή βασιλοπούλα

Συγγραφέας παραμυθιού

Ήτανε μια φορά και ένα καιρό μια μάνα και είχε τρεις κόρες. Οι δυο κόρες, οι μεγαλύτερες, ήτανε λιγάκι ασχημούλες. Μα η τρίτη κόρη, η μικρότερη, ήτανε πεντάμορφη. Είχε όμως ένα ψεγάδι, ήταν ψευδή. Έβγαινε έξω στο δρόμο και όλος ο κόσμος θαύμαζε την ομορφιά της, μα όταν άνοιγε το στόμα της να μιλήσει όλοι την περιγελούσαν. Και έτσι η μάνα της ντρεπόταν να τη βγάλει έξω μονάχα έβγαινε με τις δύο κόρες τις άσχημες, τις μεγαλύτερες.

Πέρασε ο καιρός και οι δυο κόρες οι μεγάλες παντρεύτηκαν. Η τρίτη κόρη η ομορφούλα έμενε με τη μάνα της. Και ο καιρός περνούσε και περνούσε και περνούσε…

Μια Κυριακή η μάνα παίρνει την κόρη την ψευδή και πάνε στην εκκλησία. Εκεί ήτανε λέει και ο βασιλιάς της πόλης και όταν είδε την όμορφη κόρη θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Πάει λοιπόν κοντά στη μάνα, σκύβει στο αυτί και της λέει:

«Η κόρη σου μου αρέσει πολύ θέλω να την πάρω για γυναίκα μου».

Η μάνα σάστισε. Γυρνάει λοιπόν και του λέει και αυτή ψιθυριστά στο αυτί:

«Δεν μπορείς να πάρεις στην κόρη μου για γυναίκα σου, γιατί η κόρη μου είναι ψευδή».

Mα ο βασιλιάς δεν το βάλε χάμω. Ξανασκύβει στο αυτί της μάνας και της λέει:

«Δεν με νοιάζει εγώ θέλω να την πάρω για γυναίκα μου».

Άλλο που δεν ήθελε η μάνα και δίνει την κόρη για παντρειά στο βασιλιά της πόλης. Έτσι παντρεύτηκε λοιπόν το ζευγάρι κι ο βασιλιάς ζούσε τώρα με τη νέα του βασίλισσα στο παλάτι.

Μα ο καιρός περνούσε και ο βασιλιάς δεν είχε ακούσει ποτέ τη φωνούλα της. Μια μέρα λοιπόν σηκώνεται πάνω και λέει:

«Δεν γίνεται, γυναίκα μου είναι, δεν μπορεί να μην έχω ακούσει ούτε μία φορά τη φωνή της. Κάτι πρέπει να κάνω, να την κάνω να μιλήσει».

Και ενώ σκεφτόταν… και σκεφτόταν.. του ήρθε μια ιδέα. Πήγε λοιπόν το επόμενο πρωί στην αγορά, αγόρασε ένα κομμάτι μάρμαρο, το τύλιξε σε χαρτί και έτρεξε γρήγορα - γρήγορα στο παλάτι.

Μπαίνει μέσα φτάνει στη γυναίκα του και της λέει:

«Γυναίκα μου σου αγόρασα ένα κομμάτι καλό τυρί να φας».

Εκείνη το παίρνει όλο χαρά, το ανοίγει και τι να δει; Ένα κομμάτι μάρμαρο. Όμως δεν μίλησε το τύλιξε καλά - καλά το πήρε στην κουζίνα μα μιλιά δεν έβγαλε από το στόμα της.

Ο βασιλιάς τότε αποφάσισε να ξαναπάει στην αγορά. Έτσι κι έγινε. Όταν έφτασε άκουσε έναν έμπορο στο παζάρι να φωνάζει:

«Εδώ ο καλός πατσάς, νόστιμος πατσάς».

Ο βασιλιάς τότε αγοράζει ένα μπολ πατσά για τη γυναίκα του. Στο δρόμο όμως αποφασίζει να βάλει μέσα χώματα και λάσπες. Έτσι, όταν έφτασε στο παλάτι είπε πάλι στην γυναίκα του.

«Γυναίκα μου σου αγόρασα πατσά να φας».

Εκείνη, που τρελαινόταν για πατσά, πήρε ένα κουτάλι και δοκίμασε. Είδε τις λάσπες και τα χώματα, μα δε μίλησε και έφαγε όλο το μπολ.

«Τι θα κάνω τώρα; λέει ο βασιλιάς. Πάλι δεν μίλησε. Μα κάτι πρέπει να κάνω. Δε γίνεται, γυναίκα μου είναι».

Και εκεί που σκεφτόταν…. Και σκεφτόταν… ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα.

«Θα πέσω και θα κάνω τον πεθαμένο. Δεν μπορεί, θα μιλήσει», αναφώνησε.

Έτσι και έγινε. Εκείνη μόλις τον είδε από μακριά έτρεξε γρήγορα κοντά του άρχισε να τον σκουντά, να τον ταρακουνά, να του ρίχνει νερό, να του δίνει χαστούκι, τίποτα εκείνος. Τότε άρχισε να κλαίει και να τον μοιρολογάει.

άρχισε να κλαίει και να τον μοιρολογάει.

Εκείνος άνοιξε τα ματιά του, πετάχτηκε επάνω και της λέει:

«Έπρεπε να κάνω τον πεθαμένο για να ακούσω τη φωνούλα σου; Εγώ σ αγαπάω όπως και να μιλάς. Είτε θ’ αγαπάω μου λες, είτε θ’ αγαπώ, είτε σ αγαπώ για μένα το ίδιο είναι».

Και το ζευγάρι από τότε λένε φιλιώθηκε και αγαπήθηκε ακόμα πιο πολύ και ζήσανε λέει χρόνια πολλά.. πάρα πολλά. Και ζήσανε ερωτευμένοι και αγαπημένοι.

- ΤΕΛΟΣ -

Η ιστορία είναι ένα λαϊκό παραμύθι από την Κύθνο, το οποίο δημοσιεύθηκε ως ηχητικό στο Istorima, ένα έργο καταγραφής και διάσωσης προφορικών ιστοριών της Ελλάδας. Από εκεί το μεταγράψαμε σε μορφή κειμένου, με πολύ λίγες αλλαγές.

Απόδοση-Κείμενο: Παναγιώτα Παπαδοπούλου
Εικόνες: www.paidika-paramythia.gr
 

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Προέλευση (περιοχή)

Ετικέτες

Δώσε αστέρια
Average: 5 (3 ψήφοι)